ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟ


Α: Απορροφημένοι από μια συζήτηση περί αθανασίας, είχαμε αφήσει να νυχτώσει χωρίς ν’ ανάψουμε τη λάμπα. Τα πρόσωπά μας δεν τα βλέπαμε. Με μιαν αδιαφορία και μια γλυκύτητα πιο πειστικές από το πάθος, η φωνή του Μασεδόνιο Φερνάντες έλεγε και ξανάλεγε πως η ψυχή είναι αθάνατη. Με διαβεβαίωνε πως ο θάνατος του σώματος είναι εντελώς ασήμαντος, αν όχι το πιο μηδαμινό πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο. Εγώ έπαιζα με το σουγιά του Μασεδόνιο. Τον άνοιγα και τον έκλεινα. Ένα ακκορντεόν εκεί κοντά δε σταματούσε να παίζει την “Cumparsita”, αυτή την παταγώδη μπαρούφα που αρέσει σε πολλούς γιατί τους είπαν ψέματα πως είναι παλιά. Πρότεινα στον Μασεδόνιο ν’ αυτοκτονήσουμε, για να συζητήσουμε με την ησυχία μας. 

Ω: (ειρωνικά): Υποπτεύομαι, όμως, πως εντέλει δεν το αποφασίσατε. 

Α: (όλο μυστικοπάθεια): Ειλικρινά, δε θυμάμαι αν εκείνη τη νύχτα αυτοκτονήσαμε. 




ΘΡΥΛΟΣ


Ο Άβελ και ο Κάιν συναντήθηκαν μετά το θάνατο του Άβελ. Βάδιζαν στην έρημο, κι όπως ήταν πανύψηλοι και οι δύο, αναγνώρισαν από μακριά ο ένας τον άλλον. Τ’ αδέλφια κάθισαν καταγής, άναψαν φωτιά και έφαγαν. Ήταν σιωπηλοί, όπως όλοι οι κουρασμένοι άνθρωποι όταν γέρνει η μέρα. Στον ουρανό έλαμψε ένα αστέρι που δεν είχε ακόμα όνομα. Στη λάμψη της φωτιάς, ο Κάιν είδε στο κούτελο του Άβελ το σημάδι της πέτρας. Άφησε να πέσει το ψωμί που έφερνε στο στόμα του, και ζήτησε απ’ τον αδελφό του να τον συγχωρέσει. 

Ο Άβελ αποκρίθηκε: 

“Εσύ με σκότωσες ή εγώ σε σκότωσα; Δε θυμάμαι πια. Και τώρα είμαστε πάλι εδώ, όπως πριν”. 

“Τώρα ξέρω πως μ’ έχεις συγχωρέσει αληθινά” είπε ο Κάιν, “γιατί, όταν ξεχνάς, συγχωρείς. Θα κοιτάξω κι εγώ να ξεχάσω”. 

“Σωστά” είπε αργά ο Άβελ. “Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις”.